πολυγραφικός

πολυγραφικός
-ή, -ό, Ν
αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον πολυγράφο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυγράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πολυγραφικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στον πολυγράφο: Πολυγραφικό μηχάνημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”